Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γρουξιά — η [γρούζω] 1. (για ζώα) ο γρυλλισμός* 2. (για πρόσωπα) μουρμούρισμα … Dictionary of Greek
γρούξιμο — το [γρούζω] η γρουξιά … Dictionary of Greek